- σηπτικότητα
- ητο να είναι κάποιος ή κάτι σηπτικό: Η σηπτικότητα ορισμένων μικροβίων εκδηλώνεται αμέσως μετά το θάνατο του οργανισμού στον οποίο βρίσκονται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.